Ολίγον από τραύμα

papachristou-stefanos-106
Ένα Jameson με δύο παγάκια. Το ποτό μου. Πάντα. Για τα μεθύσια. Ποτέ κρασί κόκκινο. Τούτο είναι για το σπίτι. Την μοναδική προίκα του πατέρα, το δήλωσα σε όλους, θα την πιω  μονάχη.
Σήμερα θα έρθουν να πάρουν τα χαλιά. Οκ, μου το υποσχέθηκα χθες, ούτε κιχ να μην πω! Δε θα παραπονεθώ ξανά για τον μικροαστισμό της χλωρίνης και της ναφθαλίνης. Θα φορέσω τα γάντια μου,θα βάλω την κόκκινη ποδιά μου, θα ξεπλύνω τα ποτήρια με αλκοόλ μπας και ξεχάσω ότι τα βράδια τρίζω τα δόντια. Άλλωστε, το είπαν και χθες στις ειδήσεις, σωπάστε, δεν υπήρχαν ποτέ τα παραμύθια.
Αλλά εγώ να συνεχίζω.
Να θυμάμαι πάντα ότι ο Ρούχλας είναι λα.
Κάτι ψελλίζει ο γιατρός για παλινδρόμηση. Σκόρπιες λέξεις πιάνω. Κάτι για έλκος αναφέρει. Δεν δίνω σημασία. Κοίτα σκέφτομαι κάτι κιτρινισμένα δάχτυλα. Σίγουρα από το τσιγάρο. Τι κρίμα που δεν έχω εκείνο το μπουκαλάκι με την αμμωνία να του τα καθαρίσω. Νομίζω με ρωτάει για το άγχος και τις στεναχώριες. Σαν δε ντρέπεται! Δε έχει καταλάβει ακόμα ότι με δυσκολία ανέχομαι την ολοφάνερη βρωμιά του ? Ένα ανθρωπάκι με φαγωμένα νύχια. Λέω να του το πω. Να προσέχει. Θα τον παρεξηγήσουν που δεν είναι καθαρός. Κοιτάζω τα παπούτσια μου. Ο λεκές μου βγάζει τη γλώσσα. Θα αναμετρηθούμε στο σπίτι μετά. Τώρα πρέπει να είμαι κυρία.
“Να προσέχετε πολύ τη διατροφή σας, λέει με στόμφο. Και προς θεού, όχι άλλες καταχρήσεις”
Πεινάω.  Αφήνω το κολλαριστό πενηντάρικο στο γραφείο. Μην τυχόν με ακουμπήσει και κολλήσω κάτι. Κλείνω την πόρτα και ακούω την ανακούφισή του.
Τελικά πιο πολύ διψάω. Φοράω τα μαύρα μου γυαλιά. Είναι μεσημέρι ακόμα για να με δουν να μπαίνω. Εκείνος δεν με ρωτάει. Τον σταματάω με το νεύμα. Θα αλλάξω, του λέω.
“Βάλε μου σήμερα, ένα Jack με ολίγον από τραύμα”

Φωτογραφία Στέφανος Παπαχρήστου

Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , | Leave a comment

Belle de jour

081314bacall2_512x288
Για κοίτα τις ημέρες πως αλλάζουν. Μαζί με τις κουρτίνες πλένονται και κερδίζουν λίγο από χρώμα. Το σπίτι ακατάστατο. Τα πιάτα σε ξεγελούν στο νεροχύτη. Δε βαριέσαι και αύριο μέρα είναι. Κοιτάς την πολυθρόνα που σου κλείνει το μάτι. Κάτι έχει και σε τρομάζει. Είναι τα φθαρμένα κιλίμια. Εκείνα που σου έλεγε η γιαγιά σου να βάψεις. Να τονίσεις λίγο την απουσία του σώματος που δεν τα αγγίζει πια. Αλήθεια, πόσες ημέρες λείπει? Μα ποιος νοιάζεται στην τελική! Πεθύμησες μονάχα την κολόνια του. Εκείνη που έβαζε τις Κυριακές και ας μην ήταν θρήσκος. Μήπως να καθαρίσεις το ψυγείο? Απορρυπαντικά δεν έχεις. Εκείνα φτιάχτηκαν για τις παρούσες ψυχές όχι τις απούσες. Ένα ράφι λύγισε και δαύτο. Αλήθεια, όλες τις κασέτες κειμήλια πότε θα τις πάρει? Να ψάξεις και για τη χαμένη γόβα. Εκείνη που εκσφενδόνιζες πίσω από τον καναπέ. Πάει ο ρόλος της πια, πέθανε..
 Καιρός να την φορέσεις. Να βάλεις τα καλά σου. Να φοβάσαι με τα μάτια ανοιχτά. Έλα, κάνε χωρίστρα στα μαλλιά και γίνε γυναίκα.
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , | Leave a comment

Χρόνος Εχθρός

Είναι μέρες που έχουν αέρα αδέσποτο.  Ακούγεται ψιθυριστά η λογική στο τικ τακ των λεπτών. Κρύβεται σε λα μαντζόρε, λαγοκοιμάται σε ντο ρηχά. Βρίσκεις τότε ευκαιρία να πάρεις ανάσα. Να βρεις το μονοπάτι των συναισθημάτων. Σε καλεί και σε προσκαλεί. Να βρεις συμμάχους στην προσωρινή εκεχειρία της εύθραστης εσωτερικής άνοιξης.

Σήμερα. Εδώ και τώρα. Από αύριο πάλι ο χρόνος θα είναι εχθρός.

Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , | Leave a comment

Μέρες ανεξόφλητης σιωπής

erodiou-109

 Κάπου διάβασα για τη σιωπή. Πως κάνει θόρυβο όταν σπάει. Σταγονίδια από κρακ γεμίζουν τον αέρα και παρασύρουν στο  διάβα τους τον πόνο από την προδοσία. Λύτρωση και αγαλίαση λένε ότι τότε ξημερώνει. Πουθενά δεν έμαθα όμως τι γίνεται μέχρι το μπάμ των λέξεων.  Μέχρι να σκάσει το μπαλόνι και να ξεμυτίσουν τα λόγια. Έψαξα, ρώτησα, ζητιάνεψα. Απαντήσεις δεν έδωσα.
Ίσως φταίει που με έμαθαν να κοιμάμαι τα μεσημέρια. Να ξεκουράζομαι από την ημέρα. Για να με βρεί ξεκούραστη η δύση. Το μήνυμα ελήφθη για πάντα.  Στο σούρουπο κρύβονται πάντα τα ρίσκα που καλείσαι να πάρεις. Από τότε, κλείνω το βράδυ τα παντζούρια. Κατεβάζω τις γρίλιες και διπλώνω το θυμό ανάμεσα στα σεντόνια. Εκείνον που ασφυκτιά ανάμεσα στα πνευμόνια. Τον απλώνω σε χρωμαστικά μανταλάκια να στεγνώσει. Να ξεραθεί ανάμεσα στις γλάστρες. Να γίνει λίπασμα, να δώσει έστω μια ζωή. Ας είναι και αναιμική. Θα την φροντίσω για να ζωντανέψει. Θα την νανουρίσω με παραμύθια αληθινά. Αυθεντικά. Απο εκείνα που ξεσηκώνουν τη γειτονιά τα μεσημέρια, που γυρεύουν ανάσες στις πλατείες. Μπας και ελευθερωθεί ο θυμός. Ίσως και μετουσιωθεί. Αλλά θα αντέξει τη ματαίωση από τα αποτυπώματα της ημέρας και της νύχτας.
Λέω πια να σταματήσω να μετράω ανάποδα μέχρι τα διακόσια. Να μην προλαβαίνουν να κρυφτούν οι μέρες της ανεξοφλήτης σιωπής. Να προλαβαίνω τον αντίλαλο τους και να λικνίζομαι στο φτου ξελευτερία που δίνει η βιωμένη στιγμή.
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , | Leave a comment

La vie en «ρ»

zafeiropoulos-spyros-110

Κατέβαινε τη Σταδίου βιαστικά μπας και προλάβει να φτάσει στην ώρα . Ένα ανθρωπάκι χωρίς το ρ. Το ήξερε μέσα του ήταν εκείνο το «ρ» που έφταιγε πάντα. Ότι δεν μπορείς να προφέρεις, σε τρώει στο τέλος. Το σύμφωνο που μένει άηχο. Χωρίς τόνο, χωρίς φωνή. Άνοιγε το στόμα να βγει, μα έμενε κόμπος στη γλώσσα. Ίσως να φταίει και τούτο που δεν κατάφερε να δένει τη γραβάτα. Χαρτογιακάς δεν θα γινόταν ποτέ του. Πάλι καλά που το κατάλαβε νωρίς.
Να κόψει από τη στοά Μπολάνου, να βγει πιο γρήγορα στην Αθηνάς. Να προλάβει να ξεφορτώσει, να ανοίξει τα ρολά, να ψήσει καφεδάκι. Ιεροτελεστία που πάντα γίνεται με την ψυχή στο στόμα. Εκείνο που μπουκώνεται από τα «ρ» που ποτέ δεν βγήκαν. Μονάχα τη λέξη «ένρινος» μπορούσε να προφέρει άρτια. Τι παράξενο και τούτο! Έτσι του έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα του. Πώς γίνεται σε μια μονάχα λέξη να μπορείς να πεις αυτό που δεν μπορείς, μονολογούσε μέχρι τα τελευταία της. Εκείνος δεν πολύ στεναχωριόνταν και τόσο. Μόνο τους κόμπους στο λαιμό να μην ένιωθε και θα ήταν ευτυχισμένος. Άλλωστε, μια χαρά τα έχει καταφέρει και έτσι. Χωρίς τα «ρ» και τους ήχους τους. Οι νότες της μουσικής τους πάλλονταν στις φωνητικές χορδές του. Τις ένιωθε αλλά δεν μπορούσε να τις βγάλει από μέσα του. Σαν τα παλιά τραύματα που σε πονάνε όταν αλλάζει ο καιρός και δεν μπορείς να τα εξηγήσεις.
Ίσως οι δικές του ανοιχτές πληγές να έγιναν μουσική που πάλλεται στο στόμα του. Και αν δεν έφαγε ξύλο από τη μάνα για να το πει. Και αν δεν τον χλεύασαν όλοι για το κουσούρι του. Τίποτα και ποτέ. Όλα τα «ρ»  έμεναν είτε στο σάλιο είτε κρυβόντουσαν ανάμεσα στην οδοντοστοιχία. Ένα ακορντεόν που δίπλωνε αλλά δεν ξεδίπλωνε. Κάπως έτσι ένιωθε τις λέξεις του. Κάπως έτσι φαντάστηκε και την ξεθωριασμένη ταμπέλα του μικρού μαγαζιού του. Όσο για την ονομασία του δεν αμφέβαλε ποτέ. «La vie en ρ». Ακόμη θυμάται τα πειράγματα των φίλων και των γνωστών. Εκείνος ανυποχώρητος και αδίπλωτος.
Δε βαριέσαι, έλεγε πάντα. Μήπως χάθηκαν τα σύμφωνα, αναρωτιόνταν. Τόσα και άλλα τόσα μπορώ να πω. Ζωή να έχουμε μπροστά μας και όλα φτιάχνουν. Ζωή στο παρόν για να επανορθώσεις το παρελθόν. Τούτο μονάχα τον προβλημάτιζε πάντα. Πώς θα γίνει στο εδώ και τώρα να αποφύγει το πνίξιμο από τα άηχα «ρ»?

 

Φωτογραφία Σπύρος Ζαφειρόπουλος 
http://fotodytika.com/
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , | Leave a comment

Τόσο Νοέμβρης

1606898_868890429810281_5138708047841482928_n

Ήρθε στην ώρα του. Λίγο μετά τα πρωτοβρόχια, λίγο πριν από το τσουχτερό κρύο. Θα μείνει για έναν ολόκληρο μήνα. Αναρωτιέσαι γιατί διάλεξε τούτη την εποχή που λιγοστεύει η μέρα. Αναρωτιέται πόσο κοστίζουν τα ενεργειακά κουφώματα και τζάκια. Κοιτάς με νόημα τις υγρές γρίλιες που ξεχειλίζουν τα φθαρμένα από το χρόνο πατζούρια. Κάποτε τα περνάγατε στρώσεις από βερνίκι μαζί. Τώρα ήρθε η ώρα να τα αντικαταστήσετε. Σου δείχνει με καμάρι τον αυξημένο τραπεζικό λογαριασμό. Του δείχνεις με περήφανη ντροπή το κατακόκκινο σαν παπαρούνα από εξανθήματα δέρμα σου. Γελάει δυνατά. Μην ξεγελιέσαι, υπονοεί, πέρασε η άνοιξη των ανθισμένων από έρωτα ημερών. Προσπαθείς να μην βγάλεις μιλιά. Κάπου διάβασες ότι τα αποξηρημένα γέλια συνοδεύονται από σιωπή.
Τον κοιτάς να καταστρώνει σχέδια, προγράμματα, εκδρομές. Αυτός ο μήνας μένει μόνο. Ύστερα του χρόνου. Σε ρωτάει για τις ανάγκες των παιδιών. Του δείχνεις τις αγέλαστες φωτογραφίες τους. Ξετυλίγει με φούρια τα χρυσά πακέτα με τα δώρα. Σε τυφλώνει το κοσμοπολίτικο φως που αντανακλάται στις πολύχρωμες κορδέλες τους. Ζηλεύεις τη ζωντάνια και το κέφι τους. Μην γίνεσαι υπερβολική και λογικέψου. Διαβάζεις τις σκέψεις του. Δεν ήταν φυγή στα ξένα, ήταν ανάγκη. Για σένα και για τα παιδιά. Το ξέρεις απέξω τον μονόλογο του. Τον αποστήθισες από τα σύντομα μηνύματα και τα νεκρά από χάδια τηλεφωνήματα.
Τον ακούς να παραγγέλνει εφημερίδες για τα νέα της αφιλόξενης πια για εκείνον Αθήνας. Πόρτες ανοιγοκλείνουν, χαρτζιλίκια δίνουν και παίρνουν. Του μιλάς με φόβο για την προχθεσινή μεγάλη νεροποντή που ξεχείλισε της λήθης το ποτάμι. Ψελλίζει αδιάφορα να μην ασχολείσαι πια με τα λασπόνερα. Θα φωνάξει το μάστορα να φροντίσει για την υγρασία που διαπέρασε τους τοίχους. Ξαφνικά ανατριχιάζεις από την ξηρασία των λέξεων. Καλύτερα τα πας με τη βροχή. Πιο ελεύθερα περπατάς κάτω από τις αδέσποτες ψιχάλες. Παίρνεις ανάσα από τις παιχνιδιάρικες σταγόνες, ποτίζεται το θυμικό σου. Σαν εκείνη τη γλάστρα με το βασιλικό που φύτεψες την πρώτη ημέρα της απουσίας του.
Σε πιάνει με νοσταλγία από τη μέση. Τόσο Νοέμβρης, μην πάει χαμένος. Η ανάσα του όλη μια φλούδα μανταρίνι. Το δωμάτιο ξαφνικά μυρίζει φρέσκο φθινόπωρο και μεταμφιέζεται σε μια ολάνοιχτη ομπρέλα. Ένα φιλί και αρχίζεις να πιστεύεις πως  μόνο όταν ο έρωτας μεγαλώσει πολύ, χάσει σαν δέντρο τα φύλλα του και γεμίσει ρυτίδες  μπορεί να γίνει αγάπη.

 

 

Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , , | Leave a comment

Ανοιχτοί λογαριασμοί

413574-02
Είναι κάποιες μέρες ασπρόμαυρες. Έχεις εκείνο το προαίσθημα από την προηγούμενη. Ανάβεις  το μικρό λαμπατέρ για συντροφιά με το που ξαπλώνεις και προσεύχεσαι στον θεό  που δεν πιστεύεις να πάνε όλα καλά. Γυρνάς από εδώ, στριφογυρνάς από εκεί και ύστερα θυμώνεις με τις αδυναμίες σου. Σκέφτεσαι τους ανοιχτούς λογαριασμούς. Εκείνους που δεν σε αφήνουν να γελάς πηγαία. Να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια και να ονειρεύεσαι ότι είσαι τόσο δα μικρή ακόμη και τρώς εκείνη την πελώρια φέτα με βιτάμ και ζάχαρη. Σαν και τότε που οι μαγικές σκέψεις του παιδικού σου νου νικούσαν πάντα το αθόρυβο τέρας που κρυβόνταν στο σκοτάδι.
Πέρασαν τα χρόνια. Συσωρεύτηκαν σαν τους λογαριασμούς που βρήκες με το που άνοιξες την πόρτα του σπίτιου του κλείνοντας απέξω όλη την καλοκαιρινή ανάσα μακριά από την πολύβουή πόλη. Ειδοποιήσεις για οφειλές, ενημερώσεις για χρέη. Σφίξιμο στην καρδιά και πόνος σαν μυρμηγκιά κάτω από την φτέρνα. Εκείνη την αχίλλειο.     Που κρύβεις από τα μάτια όλων, μάλλον και από τα δικά σου. Γιατί κάπου μέσα σου βαθιά το ξέρεις. Δεν πονάνε τόσο οι απλήρωτοι λογαριασμοί αλλά πιότερο οι ανοιχτοί. Και έχεις πολλούς. Σαν και εκείνους τους πικρούς καφέδες που ξόδεψες στα χείλη.
Κάποτε και κάπου, εκεί στα τέσσερα ή πέντε σου, είχες ακούσει από στόματα μεγάλων για εκείνους τους σκελετούς της ντουλάπας. Φοβήθηκες. Άνοιγες τα εξώφυλλα της το βράδυ και παραμόνευες για λίγη σιγουριά τις νύχτες. Θα φυσήξω να τους πάρει ο αέρας, σκεφτόσουν, να τους διαλύσει η ανάσα μου. Ήταν βλέπεις τότε που ακόμη πίστευες στην παντοδυναμία της ζωής. Όλη η μέρα σου ένα λουκούμι με γεύση τριαντάφυλλο ή μαστίχα. Την μέντα  και το δύοσμο πάντα τα μισούσες. Με την έντονη τη μυρωδιά τους πάντα σκορπούσαν το κέφι σου.
Σηκώνεσαι να πιεις νερό, να διώξεις την αλμύρα των σκέψεων από τα χείλη. Άλλη μια νύχτα αγρύπνιας. Με παρέα όμως τα λόγια που ποτέ δεν ξεστόμισες, τις πράξεις που ποτέ δεν τόλμησες, τα συναισθήματα εκείνα που απώθησες. Τόσους αόρατους καλεσμένους που έχεις να ταρτάρεις! Να τους βγάλεις στην βεράντα σκέφτεσαι να τους κεράσεις τσιπουράκι με ψωμί και ελιά, να παρηγορηθούν. Και εκεί στην γλυκιά σας μέθη και ζάλη, ίσως και σε πείσουν να φυτέψεις και λίγο δύοσμο δίπλα δίπλα στην άγρια τριανταφυλλιά του κήπου. Να μονιάσουν πια τα χνώτα και οι μυρωδιές τους.
Βλέπεις, κάποια σκέψη ξέμπαρκη σου ψιθύρισε: “Πώς θα αναπνεύσεις ελεύθερα και αδέσποτα αν δεν σβήσεις ένα ένα τα τεφτέρια σου?¨

 

Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , | 2 Comments

Όλα και τίποτα

tumblr_m1x402Pnbd1qb8vpuo1_12801
Αχ βρε μάνα! Πότε από κόρη έγινες μάνα? Πότε από ερωμένη έγινες μάνα? Πότε από γυναίκα έγινες μάνα? Πώς ήταν η διαδρομή σου? Ποια ρούχα σε συνόδευαν? Αναρωτιέμαι, πότε και πώς αποφάσισες το παιδικό δαχτυλιδάκι να γίνει βέρα.
Σε ψάχνω να σε βρω σαν κοιτώ εκείνη την ασπρόμαυρη παιδική σου φωτογραφία. Εκείνη που υπήρχε πριν από εμένα. Πριν από τον πατέρα και τα αδέλφια. Στέκεται εκεί στο σκαλιστό μπουφέ μέσα στην ασημένια την κορνίζα και τα εξομολογείται όλα.  Η φιγούρα σου αποκαλύπτει τα όνειρα σου και τις λαχτάρες σου. Και πίσω από το ξεθωριασμένο χαμόγελο σου διακρίνονται οι φόβοι σου, τα πάθη και τα λάθη σου. Έτσι απλά για να μου θυμίσουν την αδυναμία της παντοδυναμίας σου.
Κάποιες μέρες ψυχικής ξηρασίας νιώθω να μου κλείνει το μάτι και να με παγιδεύει στα πλοκάμια της. Τι και αν έχεις φύγει, θα γυρίσεις να με βρεις, την ακούω να μου λέει. Θα είμαι εκεί στις απαγορεύσεις σου, στις προτροπές και στις χαρές σου. Εγώ, η μάνα μου και η μάνα της μάνας μου. Δεν είμαι μία, μου ψιθυρίζεις νοερά. Είμαστε όλες μαζί. Και εγώ και εσύ και όλες εκείνες. Τρέχα να ξεφύγεις από εμάς για να μπορέσεις να μας βρεις.
Δεν είσαι εδώ και σε ακούω. Είσαι μαζί μου όταν δουλεύω, όταν μαγειρεύω και όταν ερωτεύομαι. Τι και αν σου γυρνώ την πλάτη, σε αμφισβητώ, σε κατηγορώ, εσύ τρυπώνεις σαν τον αέρα που αναπνέω και με ανακατεύεις. Άλλες φορές με παρασέρνει με τα μποφόρ του και άλλες με δροσίζει από την ψυχική μου κάψα. Αν κάποιος με ρωτούσε τι σημαίνει να είσαι μάνα, θα απαντούσα με τα δικά σου λόγια. Ναι, ξέρω δεν είναι δικά σου. Είναι της μάνα σου. Και εκείνης, της δικής της. Εξήγησε μου, πώς συμβιβάστηκες για να τρέξω και εγώ στην δική μου πορεία. Αλλά με το δικό μου βηματισμό.
Πες τα μου όλα. Πώς σε ξεδίψασαν, πώς σε τάισαν, πώς σε φρόντισαν, πώς σε αγκάλιασαν. Όλα να τα μάθω. Εκείνα τα ανείπωτα, τα ασυνείδητα, τα μακρινά, τα δύσκολα και τα εύκολα. Όλα όσα χώρεσε η αγκαλιά σου. Όλα εκείνα που πέταξε η καρδιά σου. Να μου τα πεις όλα χωρίς να μου πεις τίποτα. Για να κάνω τους δικούς μου συμβιβασμούς. Για να γίνω η κόρη της μάνας και η μάνα της κόρης.
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , , | 1 Comment

Τα καρέ του καθρέφτη

Image

– Πόσο με ξέρω?
– Δε με γνωρίζω, απλά με ορίζω.
– Πόσο με νιώθω?
– Δε με αγγίζω, απλά με φυλακίζω.
Μονόλογοι σιωπηλοί και αυστηρά ναρκισσιστικοί. Σκηνικά του γιαλού και της αλμύρας. Την ένταση δεν την προκαλεί ο δυνατός άνεμος μα η θολούρα μέσα σου. Το βλέπεις στα αυλάκια που αντανακλούν την όψη στο αγαπημένο σου καθρέφτη.
Το γνωρίζεις πολύ καλά. Θαμπώνει το γυαλί από εκείνο το μαύρο πέπλο που μυστηρίου που ύφανες από μικρή. Από εκείνη τη μικρή παρατήρηση που γινόταν αναστεναγμός και έδενε τους κόμπους σου. Από την απουσία του πολυπόθητου μπράβου που περίμενες να ακούσεις αλλά το άφηναν αδέσποτο να περιπλανιέται στα άσημα σοκάκια του ψυχισμού σου. Από εκείνη την ασήμαντη ενοχή που σου φόρτωναν και την άφηνες στην ησυχία της να μεγαλώνει τα πλοκάμια της. Ώσπου μια ημέρα μεταλλάχθηκε σε συνενοχή του παρελθόντος και ήρθε να σε επισκεφτεί.
Είναι αργά για ηρωισμούς του εαυτού,  λες. Πέρασαν τα χρόνια των θαυμάτων και γκρίζαραν οι ψευδαισθήσεις του μεγαλείου της ζωής μου. Τι κέρδισες και τι έχασες? Τι έζησες και τι δεν έζησες? Πόση ελευθερία ξοδεύτηκε σε ξένα χέρια? Πότε άρχισε να σκοτεινιάζει η ημέρα από τη σκιά του εαυτού που πρόδωσες? Μιλάω για εκείνο το ολόγραμμα που άφησες κρεμασμένο για χρόνια στον καλόγερο της μεσόπορτας. Γιατί δεν το φόρεσες ποτέ τούτο το πανωφόρι?
Ποιος μπορεί και ξέρει τελικά να απαντήσει. Ο εαυτός σου ή η αντανάκλασή του?
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , | 2 Comments

Καλως ήρθες και αντίο

 
Anders Petersen-053
Πάντα μισούσες τους αποχωρισμούς. Όλους τους χωρισμούς. Χανόσουν στο άκουσμα των φθόγγων του αντίο.
Κοίταζες το χώμα, έλεγες θα αλλάξει χρώμα, θα γίνει κόκκινο σαν τα φανάρια των πόλεων. Κόκκινο. Κίνδυνος. Στάση. Μονιμότητα. Ακινησία. Παρέμενε όμως το ίδιο και το ένιωθες να πάλλεται από τα βήματα εκείνου που έφευγε. Έκλεινες τα μάτια για να κρατήσεις στην αιωνιότητα του νου εκείνη την τελευταία σκηνή. Παρατηρούσες όλο το σκηνικό γύρω σου. Φανταζόσουν ότι κάπου ξαφνικά θα ξεπηδήσει ο τρελός σκηνοθέτης και θα βροντοφωνάξει το πολυπόθητο cut. Η κάμερα θα σταματήσει να γράφει, οι ηθοποιοί θα ξαποστάσουν για τσιγάρο και καφέ βγάζοντας τα αλλόκοτα κουστούμια τους και όλα θα μπουν ξανά στη θέση της.
  Μα ποτέ δεν έγινε έτσι.
Εσύ συνέχιζες να είναι η άσημη κομπάρσος που την άφηναν τελευταία και μόνη στη σκηνή. Από κάπου αναδυόταν το εγωκεντρικό άρωμα του πρωταγωνιστή που πρόδιδε την πνιγερή απουσία του και την φαντασιωσική παρουσία του. Μόνη να αναπνέεις. Μόνη να θυμάσαι. Μόνη να ξεχνάς. Χωρίς προβολείς. Χωρίς σημείο αναφοράς. Να περιστρέφεσαι γύρω από τον εαυτό σου και τις ελλείψεις του.  Να βρίσκεις την τόλμη να ξεκινήσεις πάλι τα μετέωρα βήματα προς τον άλλον. Εκείνον που θα έρθει για να κρύψει τις ατελείς γωνίες του προσώπου σου.
Γιατί πάντα υπήρχε κάποιος να καλύπτει σαν πούδρα τα ψυχικά ψεγάδια σου. Κάποιος να γεμίζει το κενό που σου προκαλούσε το αντίο. Να σπάσει την οριστικότητα της λέξης. Να γίνει η πέτρα που θα κυλήσει ξανά προς εσένα. Δεν αντέχεις να μην σε ψάχνει κανένας, να μην σε έχουν ανάγκη, να μην αποζητούν τις λέξεις σου και τα όνειρα σου. Να μην σε κυνηγούν για να σε βρουν. Να μην τους κυνηγάς για να τους βρεις.
Ναι, το ξέρεις. Είναι το ίδιο οικείο συναίσθημα που σε επισκέπτεται σαν κρυφός φρουρός κάθε φορά που σε αφήνουν. Έρχεται και σε κυριεύει εκείνος ο παιδικός φόβος που πρώτο ένιωσες όταν σε άφησε η μάνα σου για δέκα λεπτά στη γειτόνισσα. Το ίδιο και την πρώτη ημέρα του σχολείου που της άφησες διστακτικά το χέρι για να σε καλωσορίσουν στο κατάμεστο προαύλιο. Το νιώθεις σαν και τώρα. Αμφιθυμία. Μέλη πουλιά έτοιμα να πετάξουν, μέλη που πάλλονται μια προς και μια πίσω. Τα γέλια των νέων σου φίλων σε καλούν σαν σειρήνες. Ένα βήμα μπρος. Η φιγούρα της μάνας να απομακρύνεται σε εγκλωβίζει με κόλλα. Ένα βήμα πίσω. Αχ, και να είχες ένα μαγικό ραβδάκι να νιώθεις το μητρικό χάδι στα δύσκολα και να το εξαφανίζεις στα εύκολα!
Ανασαίνεις βαθιά. Του γυρνάς την πλάτη του αποχωρισμού. Σε εκείνον, σε όλους.  Θα τους ξαναβρείς με άλλο όνομα και άλλο καπέλο κάπου και κάποτε.
Αλλά, γιατί ποτέ κανείς δεν σου εξήγησε ότι όλη η ζωή είναι ένα απέραντο καλώς ήρθες και ταυτόχρονο αντίο?
 
 
Posted in Άναρχες σκέψεις | Tagged , , , , , , , | Leave a comment